- εντεριτικός
- ή εντεριτιδικός, -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην εντερίτιδα2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντεριτικός — ή, ό 1. που είναι της εντερίτιδας (βλ. λ.), που αναφέρεται στην εντερίτιδα. 2. αυτός που πάσχει από εντερίτιδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)